γοφός

γοφός
ο
ισχίο, μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γόμφος με αποβολή τού -μ- προ τού -φ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γοφός — ο το τμήμα του σώματος γύρω από την άρθρωση του μηρού, το ισχίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άντζα — η (Μ ἄντζα) 1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη 2. ο μηρός 3. το σκέλος 4. ο ταρσός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο… …   Dictionary of Greek

  • ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την …   Dictionary of Greek

  • αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… …   Dictionary of Greek

  • γονάτιο — το (AM γονάτιον) [γόνυ] μικρό γόνατο νεοελλ. ψευδογνώμονας μσν. 1. κόμπος καλαμιού 2. μέρος τής πανοπλίας που καλύπτει το γόνατο αρχ. 1. γοφός 2. ο γύης, το καμπύλο ξύλο τού αλετριού όπου προσαρμοζόταν το υνί …   Dictionary of Greek

  • γοφί — το ο γοφός …   Dictionary of Greek

  • κόξα — κόξα, ἡ (ΑM) 1. (κατά τον Φώτιο) «τὸ ἰσχίον», ο γοφός 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ ὀπίσω τοῡ γονατίου μέρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. coxa] …   Dictionary of Greek

  • ξεγοφιάζω — και ξεγκοφιάζω 1. εξαρθρώνω, βγάζω τον γοφό κάποιου 2. (κατ επέκτ.) υποβάλλω κάποιον σε βαριές δουλειές, κουράζω κάποιον υπερβολικά, καταπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + γοφός] …   Dictionary of Greek

  • ξεγοφιάρης — α, ικο [ξεγοφιάζω] αυτός τού οποίου εξαρθρώθηκε ο γοφός …   Dictionary of Greek

  • σκάζω — (I) ΜΑ (κυρίως στον ενεστ. και παρατ.) χωλαίνω, κουτσαίνω («σκάζων μηρός», Πλούτ.) αρχ. 1. (η μτχ. ουδ. εν. και πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ σκάζον και τὰ σκάζοντα κάθε μορφή ατέλειας, ανωμαλίας ή βλάβης (α. «μὴ εὑρεθῆ τὸ δημόσιον σκάζον», πάπ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”